- καταδοκώ
- καταδοκῶ, -έω (Α)1. υποθέτω, υποψιάζομαι κάτι σε βάρος κάποιου2. εικάζω3. παθ. καταδοκοῡμαι, -έομαια) μέ υποψιάζονταιβ) αναγνωρίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δοκῶ «νομίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδοξάζω — (Α) 1. καταδοκώ* 2. σχηματίζω εσφαλμένη γνώμη για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δοξάζω «νομίζω» (< δόξα «γνώμη»)] … Dictionary of Greek